πετροβολιέμαι

πετροβολιέμαι
πετροβολιέμαι, πετροβολήθηκα, πετροβολημένος βλ. πίν. 59
——————
Σημειώσεις:
πετροβολάω, πετροβολιέμαι : η κλίση κατά το θεωρώ, θεωρούμαι (βλ. πίν. 73 , 74 ) δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πετροβολάω — / πετροβολώ (παρατατ. συνήθως ούσα), πετροβόλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: πετροβολάω, πετροβολιέμαι : η κλίση κατά το θεωρώ, θεωρούμαι (βλ. πίν. 73 , 74 ) δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”